πολυσκόπος

πολυσκόπος
πολυσκόπος, -ον
1 observant

ἀκτὶς ἀελίου τί πολυσκόπε μήσεαι; Pae. 9.1


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολύσκοπος — ον, Α αυτός που βλέπει σε μακρινή απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκοπός (< σκοπός < σκέπτομαι)] …   Dictionary of Greek

  • πολύσκοπε — πολύσκοπος far seeing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

  • πολύσκοπ' — πολύσκοπα , πολύσκοπος far seeing neut nom/voc/acc pl πολύσκοπε , πολύσκοπος far seeing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”