- πολυσκόπος
- πολυσκόπος, -ον1 observant
ἀκτὶς ἀελίου τί πολυσκόπε μήσεαι; Pae. 9.1
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀκτὶς ἀελίου τί πολυσκόπε μήσεαι; Pae. 9.1
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολύσκοπος — ον, Α αυτός που βλέπει σε μακρινή απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκοπός (< σκοπός < σκέπτομαι)] … Dictionary of Greek
πολύσκοπε — πολύσκοπος far seeing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
πολύσκοπ' — πολύσκοπα , πολύσκοπος far seeing neut nom/voc/acc pl πολύσκοπε , πολύσκοπος far seeing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)